πικάντικος

πικάντικος
-η, -ο
(από λ. ιταλ.), νόστιμος, ορεχτικός: Είχαν πολλά και πικάντικα φαγητά στο τραπέζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικάντικος — η, ο, Ν 1. πολύ νόστιμος, ορεκτικός (α. «πικάντικη σάλτσα» β. «πικάντικοι μεζέδες») 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) ερεθιστικός, προκλητικός με χαριτωμένο τρόπο (α. «πικάντικο γέλιο» β. «πικάντικο ντύσιμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccαnte (<… …   Dictionary of Greek

  • κονδίτος — κονδῑτος, ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον) 1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό …   Dictionary of Greek

  • πολυάρτυτος — ον, ΜΑ παρασκευασμένος με πολλά καρυκεύματα, πικάντικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρτυτός (< ἀρτύω «καρυκεύω»), πρβλ. ευ άρτυτος] …   Dictionary of Greek

  • σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”